φυματίαση

φυματίαση
η, Ν [φυματιώ, -άω]
η φυματίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυματίαση — η βλ. φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — φυματίωση, η και φυματίαση, η 1. ανάπτυξη παθολογικών φυματίων. 2. μεταδοτική λοιμώδης αρρώστια, κοινή στον άνθρωπο και τα ζώα, που οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης (βάκιλος του Κοχ) και χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό φυματίων σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”